σαμπάρ

σαμπάρ
το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τού ασιατικού ελαφιού Cervus unicolor που απαντά στην Ινδία και στο Νεπάλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sambar < sābar, λ. τής γλώσσας Χίντι < αρχ. ινδ. śambara].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκοριτσιά — (Gorizia).Πόλη (136.183 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας. Ανήκει στο διοικητικό διαμέρισμα Φρίουλι Βενέτσια Τζούλια. Βρίσκεται σε μία εύφορη πεδιάδα και έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία υφασμάτων, χυτήρια και χημικές βιομηχανίες. Η Γ. αποτελεί έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”